- σκαλαθύρω
- Α1. (κατά τον Ησύχ.) σκάβω, σκαλίζω2. συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλλω «σκαλίζω» + ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε κατ' ευφημισμό με σημ. «συνευρίσκομαι ερωτικά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκαλάθυρμα — το, ΝΑ [σκαλαθύρω] νεοελλ. μικρή επιστημονική πραγματεία ή πρόχειρο λογοτεχνικό έργο αρχ. σοφιστική λεπτολογία και, γενικά, παίγνιο, φλυαρία … Dictionary of Greek